Ο Θεός των Κουνελιών

2013-08-04 15:21

Στην αρχή του κόσμου, όλοι οι Θεοί των ζώων μαζεύτηκαν προκειμένου να γεμίσουν τη γη την θάλασσα και τον ουρανό με πλάσματα όμοια τους. Τα μεγάλα και δυνατά ζώα δημιουργήθηκαν από τρανούς και δυνατούς Θεούς. Τα ήσυχα και ευγενικά πλάσματα δημιουργήθηκαν από ευγενής και ειρηνοποιούς Θεούς. 

     Ο Θεός των φαλαινών, έφτιαξε τα τεράστια θαλάσσια πλάσματα βαθειά μέσα στον ωκεανό. Ο Θεός των ελεφάντων εξάπλωσε τους όμοιούς του στα δάση και στις πεδιάδες. Τα ψάρια κολύμπησαν από τον Θεό των ψαριών και τα πουλιά πέταξαν από τον Θεό των πουλιών.
     Ο Θεός των κουνελιών δεν ήταν ένας τρανός και δυνατός Θεός. Ήταν μικρός και τα πλάσματά του ήταν μικρά επίσης. Αυτός ο Θεός ήταν ήσυχος γεμάτος αγάπη και έτσι και τα πλάσματά του ήταν ήσυχα και εκπέμπανε αγάπη κι εκείνα. 
     Ο Θεός των κουνελιών πήρε γη και νερό, σχημάτισε τις δημιουργίες του και τους έδωσε ανάσα. 
Με κάθε ανάσα, τους είπε :
Σας δίνω γρήγορα πόδια για να μπορείτε να τρέχετε
Σας κάνω μικροκαμωμένα και ήσυχα γα να μπορείτε να κρύβεστε
Σας δίνω μακριά αυτιά τόσο καλοσχηματισμένα ώστε να ακούτε ακόμα και το γρασίδι που μεγαλώνει.
Σας δίνω έντονη όσφρηση και μεγάλα μάτια για να προλαβαίνετε να κρύβεστε απ τους εχθρούς σας.
Σας δίνω ζεστή και μαλακή γούνα για να μπορείτε να φωλιάζετε ασφαλείς σε λαγούμια σας όλο το χειμώνα.
Σας δίνω τροφή από τα φυτά για να μην πεινάσετε ποτέ.
Τέλος, σας δίνω μεγάλη καρδιά για να αγαπάτε ο ένας τον άλλον και έτσι ακόμα και αν σας κυνηγούν, να μπορείτε να πολλαπλασιάζεστε και να ζείτε όμορφα.
     Ο Θεός των κουνελιών παρατηρούσε τα παιδιά του να χοροπηδούν και να εξαφανίζονται οι λευκές ουρές τους μέσα στα λιβάδια και τα δάση.
     Η δουλειά των Θεών είχε ολοκληρωθεί και αποχωρούσαν ένας- ένας . Ο Θεός των φαλαινών επέστρεψε στο σκοτεινό βαθύ γαλάζιο της νύχτας, ο Θεός των ελεφάντων στους πυλώνες από σύννεφα, ο Θεός των ψαριών κολύμπησε πίσω στη θάλασσα από αστέρια και ο Θεός των πουλιών πέταξε μακριά κελαηδώντας και χάθηκε μέσα στον ηλιόλουστο ουρανό και ο Θεός των κουνελιών γύρισε στο σπίτι του, στο φεγγάρι.
     Ο τροχός του νέου κόσμου είχε ξεκινήσει να γυρίζει. Η βροχή έπεφτε και το νερό από τα ρέματα και τα ποτάμια κατέληγαν στον ωκεανό. Δέντρα ανθίζανε και όμορφα λουλούδια και φυτά ξεπηδούσαν από το πλούσιο έδαφος. Τα ζώα έτρεχαν από τις τέσσερις γωνιές της γης για να βρουν τροφή και καταφύγιο.Τα κουνέλια υπάκουαν τον Θεό τους. Σκάβανε λαγούμια, τρώγανε πρασινάδες και αγαπούσαν το ένα το άλλο. Σύντομα δημιουργήθηκαν πολλά μικρά κουνέλια.
     Η Χόλι, ήταν το πρώτο κουνέλι που γεννήθηκε. Ζούσε με την μητέρα της και τον πατέρα της μέσα στο δάσος. Περνούσε πολλές ώρες κοιτάζοντας τα κλαδιά των δέντρων να χορεύουν στον ρυθμό του αέρα και να ακούγοντας το πυκνό γρασίδι να τραγουδάει γύρω της. Μυρωδιές από νόστιμα φρούτα και λουλούδια την περικυκλώνανε. Αν άκουγε έναν άγνωστο ήχο, έτρεχε να κρυφτεί στην τρύπα της και περίμενε μέχρι ο ήχος να απομακρυνθεί.
     Όταν μεγάλωσε αρκετά, η Χόλι βοήθησε τους γονείς της να σκάψουν μεγαλύτερο καταφύγιο. Φτυάριζε με της πατούσες της το χώμα και μετά το πέταγε μακριά από την είσοδο για να μην αποκαλυφθεί η φωλιά τους. Έκοβε γρασίδι με τα δόντια της και το μετέφερε μέσα στην φωλιά για να κρατήσει το σπίτι τους ζεστό και μυρωδάτο. Σύντομα η δουλειά τους τελείωσε. Οι γονείς της Χόλι μάζεψαν τούφες από τη γούνα τους και έφτιαξαν ένα μαλακό μαξιλάρι για εκείνη. 
     -‘Είσαι το μικρό μας κουνελάκι και σε λατρεύουμε’ της ψιθύρισαν και την αγκάλιασαν.
Η Χόλι χώθηκε στην αγκαλιά των γονιών της. Ανάσαινε απαλά και τα μεγάλα μάτια της ανοιγόκλειναν βαριά καθώς ο ύπνος την παρέσερνε . Ξάφνου η Χόλι πετάχτηκε από τον ύπνο τρομαγμένη από τα γρυλίσματα και τις κραυγές μεγάλων ζώων πάνω από την φωλιά της. Οι γονείς της την καθησύχασαν παρόλο που κει εκείνοι ήταν τρομοκρατημένοι. 
     -‘Έχουμε βρει σπίτι’, είπε η Χόλι, ’αλλά δεν είμαστε ποτέ ασφαλείς’
     -‘Όταν βγαίνουνε έξω για να βρούμε τροφή είμαστε σε κίνδυνο’ ,είπε η μητέρα της Χόλι
     -‘Όλοι μας κυνηγούν και θέλουν να μας κάνουν τροφή’, είπε ο πατέρας της Χόλι
     -‘Κάτι πρέπει να γίνει’, είπε η μητέρα. ‘Θα μιλήσουμε με τα υπόλοιπα κουνέλια για αυτό’
Η Χόλι και οι γονείς της ξετρύπωσαν προσεκτικά έξω από τη φωλιά τους και έτρεξαν με τα γρήγορα πόδια τους να μαζέψουν τα άλλα κουνέλια. 
     -‘Αδέλφια κουνέλια’, είπαν οι γονείς της, ‘δεν μπορούμε να ζήσουμε έτσι, τι πρέπει να κάνουμε;’
     Τα κουνέλια μίλησαν μεταξύ τους και αποφάσισαν να ζητήσουν βοήθεια από τον Θεό τους. Έτσι, καθώς το φεγγάρι υψωνόταν πάνω από τα δέντρα, τα κουνέλια σχημάτισαν ένα κύκλο και άρχισαν να χορεύουν. Γύριζαν γύρω γύρω όλο και πιο γρήγορα ώσπου απογειώθηκαν και η μορφή τους έγινε ένα με το φώς του φεγγαριού. Καθώς έπεφταν στη γη ξανά, φώναζαν ‘ Άρχοντα των κουνελιών άκουσε στην προσευχή μας. Τα άλλα ζώα είναι δυνατά και άγρια και φοβόμαστε, δώσε μας μεγάλα δόντια και νύχια για να υπερασπιζόμαστε τους εαυτούς μας από τους λύκους τις αλεπούδες και τις νυφίτσες. Δώσε μας δυνατές φωνές γα να τα τρομάζουμε να φεύγουν μακριά και κάνε μας μεγάλα και δυνατά αλλιώς θα χαθούμε. Τότε ο Θεός των κουνελιών κατέβηκε στη γη ανάμεσα τους και απάντησε:
     -‘Μπορεί να φαίνομαι τρανός σε σχέση με τα ζώα πάνω στη γη, αλλά ανάμεσα στους Θεούς είμαι μόνο ένα κουνέλι. Δε σας έδωσα όπλα γιατί δεν έχω ούτε κι εγώ. Σας έδωσα ζωή και με αυτή θα πρέπει να αρκεστείτε. 
Τα κουνέλια χαμήλωσαν το κεφάλι τους λυπημένα. Προσπάθησαν να αισθανθούν ευγνωμοσύνη αλλά μέσα στις καρδιές τους ήταν πικραμένοι και απογοητευμένοι. 
      Είπαν μεταξύ τους -‘Έχουμε πολύ λίγα, δεν θα μπορέσουμε να επιβιώσουμε.’
     Το επόμενο πρωί η Χόλι ξύπνησε με τους ήχους των πουλιών να κελαηδάνε. Οι γονείς της είχαν ξετρυπώσει για να βρούνε πρωινό. Άρχισε ανήσυχη να χοροπηδάει πάνω κάτω περιμένοντας τους. ‘Όσο πέρναγε η ώρα και όσο πιο πολύ περίμενε, τόσο πιο πολύ ανησυχούσε. Όταν δεν άντεχε να περιμένει άλλο, η Χόλι έβγαλε το κεφάλι της από τη φωλιά και φώναξε: -‘Μαμά, μπαμπά που είσαστε?’
     Δεν πήρε απάντηση. Βγήκε τρέχοντας από τη φωλιά της και έτρεξε με δύναμη προς στους πυκνούς θάμνους υφαίνοντας τον δρόμο της μέσα από τα βάτα. Είδε έναν αετό να βουτάει προς τη γη από ψηλά αλλά δεν μπορούσε να μπει μέσα στον πυκνό θάμνο από μαύρα μούρα που είχε τρυπώσει. Συνεχίζοντας η Χόλι, κοντά στο λιβάδι, ένιωσε την απειλή ενός λύκου και έτσι έμεινε για λίγο ακίνητη. 
Σε λίγο που όλα φαινόντουσαν ασφαλή, βγήκε από την κρυψώνα της και έτρεξε κατά μήκος του λιβαδιού. Ξαφνικά ο λύκος πετάχτηκε πίσω της και άρχισε να την κυνηγάει. Η Χόλι έτρεξε όσο γρήγορα όσο δεν είχε τρέξει ποτέ, αλλάζοντας πορεία για να του ξεφύγει ενώ ένιωθε την ζεστή του ανάσα να την ακολουθεί. Καθώς έφτανε στην ασφάλεια από τα πυκνά βάτα, ο λύκος δάγκωσε την ουρά της κόβοντας ένα μέρος από την γούνα της. Κατατρομαγμένη συνέχισε να τρέχει όσο γρήγορα όσο άντεχαν τα πόδια της για να φτάσει στο ασφαλές σπίτι της. 
     Μέσα στη φωλιά οι γονείς της Χόλι περίμεναν με ανυπομονησία όταν είδαν την Χόλι να τρυπώνει με κομμένη την ανάσα. Την αγκάλιασαν σφιχτά και τις έδωσαν να φάει το καλύτερο φαγητό που είχαν μαζέψει. Δεν μπορούσαν όμως να ξεχάσουν τους κινδύνους που παραμόνευαν έξω. 
     -‘Τι θα απογίνουμε?’ είπαν οι γονείς της και δάκρυα κύλισαν από τα μεγάλα τους μάτια.
Εκείνη τη νύχτα, η Χόλι έμεινε ξύπνια και συλλογιζόταν όσο οι γονείς τις κοιμόντουσαν.
     -‘Κάτι πρέπει να γίνει, και θα φροντίσω εγώ γι αυτό. Θα μιλήσω στον Άρχοντα των κουνελιών και θα με ακούσει. Δεν μπορούμε να ζούμε πάντα φοβισμένα’, σκέφτηκε.
     Έτσι, βγήκε από την φωλιά της στο ξέφωτο του δάσους και άρχισε να χορεύει κάτω από το ασημένιο φεγγάρι. Δεν υπήρχαν άλλα κουνέλια τριγύρω για να την φυλάνε από κίνδυνο και ήταν πού τρομαγμένη. Όσο συνέχιζε τον χορό όμως, η καρδιά της γέμισε με φλογερό κουράγιο. Χόρευε και πηδούσε ψηλά μέχρι που όλα θόλωσαν γύρω της και έχασε την αίσθηση του που βρισκόταν. Τα πόδια της χτυπούσαν το υγρό γρασίδι και τα αυτιά της γύριζαν γύρω από το κεφάλι της . Η ψυχή της ανυψώθηκε και ένιωθε πως δεν είναι μόνη πια. Εκείνη τη στιγμή, με την λάμψη του φεγγαριού εμφανίστηκε ο Θεός των κουνελιών. Η Χόλι είπε -΄Ω! Θεέ των κουνελιών, σε παρακαλώ άκουσέ με. Είμαστε πολύ μικρά και οι άλλοι πολλοί μεγάλοι. Με κυνήγησε ένας λύκος την ώρα που έψαχνα να βρω τους γονείς μου. Δεν μπορείς να μας βοηθήσεις? Είμαστε όλοι τόσο τρομαγμένοι. Ο Θεός των κουνελιών άκουσε την προσευχή της και απάντησε:
     -‘Μικρό μου παιδί, αν δεν ήσουν κουνέλι δεν θα είχες επιβιώσει για να μου πεις την ιστορία αυτή τώρα. Σας έκανα όμοιούς μου. Αν ήμουν ο Θεός των αλεπούδων θα σας έκανα να ζείτε με σάρκα. Αν ήμουν ο Θεός των Γερακιών θα βουτάγατε από ψηλά στον αέρα. Αλλά είμαι ο Θεός των Κουνελιών και σας έκανα κουνέλια. Δεν μπορώ να σας αλλάξω. Έχεις όμως αλλάξει μόνη σου τον εαυτό σου. Δεν ήμουν εγώ αυτός που σου έδωσε κουράγιο να έρθεις στο ξέφωτο μόνη να προσευχηθείς για τα αδέρφια σου. Αυτή η αλλαγή έγινε μέσα σου και επειδή ήσουν τόσο γενναία, έκανες και εμένα πιο δυνατό Θεό και μπορώ να σας δίνω τώρα ένα ακόμα χάρισμα.
Ο Θεός των κουνελιών συνέχισε λέγοντας με βροντή φωνή –‘ Ακούστε αυτό που θα σας πω’
     Η Χόλι κοίταξε γύρω της και είδε ότι το ξέφωτο είχε γεμίσει με κουνέλια από όλο τον κόσμο που καθόντουσαν και άκουγαν τον Θεό τους με δέος. ‘Κάθε μήνα όταν το φεγγάρι είναι γεμάτο, θα είμαι πιο δυνατός . Θα στέκομαι μπροστά στους εχθρούς σας και θα σας προστατεύω μέσα στην αγκαλιά μου όλο το βράδυ.
     Ο Θεός των κουνελιών τότε χάθηκε μέσα στο φεγγαρόφως. Όλα τα κουνέλια σηκώσανε τα μάτια τους προς το μεγάλο στρογγυλό φεγγάρι και τον ευχαρίστησαν για την ελπίδα που τους έδωσε.
Οι γονείς της Χόλι, ήρθαν και την αγκάλιασαν και μαζί γύρισαν στο σπίτι τους. Η Χόλι εκείνο το βράδυ κοιμήθηκε ήσυχα και με ανάλαφρη καρδιά.
    Έζησε πολλά χρόνια και κάθε φορά που είχε ολόγιομο φεγγάρι, μάζευε τα παιδιά της και τους έλεγε την ιστορία με τον χορό και τον Θεό των κουνελιών. 
    Τα κουνέλια δέχτηκαν την δημιουργία τους και τη θέση τους στη γη. Τρώνε φυτά και αγαπάνε ο ένας τον άλλον και καθώς οι γενιές προχωράνε, εξιστορούνε πάντα την ιστορία της ηρωίδας τους Χόλι με την υπόσχεσή που ο Θεός τους, τους έδωσε. Την νύχτα με ολόκληρο φεγγάρι, όλα τα κουνέλια του κόσμου βγαίνουν από τις κρυψώνες τους και προσκυνάνε τον Θεό τους. Τίποτα δεν τα τρομάζει και τίποτα δεν τα κυνηγά, και ο Θεός τους τα κοιτάζει με καλοσύνη και ειρήνη.